ζυμωτικός

ζυμωτικός
η , ό[ν]
1) бродильный, возбуждающий брожение; 2) месильный;

ζυμωτική μηχανή — тестомесилка


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ζυμωτικός" в других словарях:

  • ζυμωτικός — ή, ό (Α ζυμωτικός, ή, όν) [ζυμώ] αυτός που προκαλεί ζύμωση, ο ζυμωσιογόνος νεοελλ. 1. αυτός που αναφέρεται στο ζύμωμα ή ο κατάλληλος για ζύμωμα («ζυμωτική μηχανή») 2. το ουδ. ως ουσ. το ζυμωτικό το ένζυμο 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ζυμωτικά η… …   Dictionary of Greek

  • ζυμωτικός — ή, ό 1. αυτός που προκαλεί ζύμωση: Ζυμωτική ουσία. 2. αυτός που αναφέρεται στο ζύμωμα: Ζυμωτική μηχανή. 3. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., ζυμωτικά αμοιβή για το ζύμωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζυμωτικοί — ζυμωτικός causing to ferment masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζυμωτικῆς — ζυμωτικός causing to ferment fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»